- κύβεσις
- κύβεσιςpouchfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύβεσις — ή κίβισις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πήρα» … Dictionary of Greek
κίβισις — και κίβησις και κύβεσις, εως και κυβησία, ἡ (Α) (αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα*, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός] … Dictionary of Greek